- ἄδαιτος
- ἄ-δαιτος, nicht zu essen od. zu verzehren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
άδαιτος — ἄδαιτος, ον (Α) [δαίνυμι] 1. ο μη φαγώσιμος 2. όταν πρόκειται για θυσία (θυσία ἄδαιτος), σημαίνει τη θυσία, από τα ειδωλόθυτα* τής οποίας δεν επιτρέπεται να φάει κανείς για λόγους θρησκευτικούς … Dictionary of Greek
ἄδαιτον — ἄδαιτος of which none might eat masc/fem acc sg ἄδαιτος of which none might eat neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)